Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Πῶς λυτρώθηκε ἕνας ἐργάτης ἀπό τόν Θάνατο. (Μέρος Α'). Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


Πῶς λυτρώθηκε ἕνας ἐργάτης ἀπό τόν Θάνατο. (Μέρος Α')
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

 Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Ἕνας Ἕλληνας βασιλεύς εἶχε πόλεμο μέ τούς Πέρσες. Πάντοτε οἱ Ἕλληνες βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου εἶχαν πόλεμο μέ τούς Πέρσες, διότι κατοικοῦσαν στά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἦταν ἕνας πολύ δυνατός πόλεμος μεταξύ δύο βασιλειῶν δυναμικῶν.
Καί τότε οἱ Πέρσες δέν ἐνίκησαν μέν τούς Ἕλληνες, ἐπῆραν ὅμως πλῆθος αἰχμαλώτων τούς ὁποίους ἔστελλαν κατόπιν σέ καταναγκαστικές ἐργασίες. Γιά νά χαθοῦν, τούς ἔβαλαν καί ἐργάζοντο σέ μία σήραγγα μέ σκοπό νά φτιάξουν μία στέρνα.
Στήν σήραγγα αὐτή ἔστειλαν νά ἐργασθοῦν πολλοί αἰχμάλωτοι, ἔτσι ὥστε, ὅταν κατολισθήση ἡ σήραγγα νά γίνη ὁ τόπος αὐτός καί ὁ τάφος τους. Τότε δέν ὑπῆρχε ἕνας ἔμπειρος μηχανικός γιά νά κτίση καλά τήν σήραγγα, ὅπως γίνεται σήμερα.
Οἱ δυστυχισμένοι ἕλληνες αἰχμάλωτοι ἐργάζοντο  σκληρά, διότι εἶχαν κοντά τους καί τούς ἐπιστάτες τους. Καί ὅταν εἶχαν φθάσει σέ μιά ἀρκετά μεγάλη ἀπόστασι σκάβοντας μέσα στήν γῆ, μιά καλή ἡμέρα, ἐνῶ ἐργάζοντο, βρρρρρ.
Ἔπεσε ἡ σήραγγα καί τά χώματα ὅλα ἐπάνω τους. Ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι. Ἀλλά, κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ, στό βάθος τῆς σήραγγας, ἔπεσαν δύο μεγάλοι βράχοι ταυτόχρονα. Στάθηκαν ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλον μέ ἑνωμένες τίς κορφές τους, ὁπότε ἔμεινε κενό τό κάτω μέρος ἀνάμεσά τους. Καί ἐκεῖ μποροῦσαν νά σωθοῦν πολλοί, ἀλλά μόνο ἕνας βρέθηκε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο.
Ἀλλά καί ποιό τό ὄφελος; Ἔμενε μόνος του μέσα στό σκοτάδι. Κρύο, σκοτάδι καί ὑγρασία, διότι ἦταν στήν κοιλιά τοῦ βουνοῦ.
Σκεπτόταν μόνος του: «Ἄρα γε θά μέ βγάλουν ἀπό ἐδῶ μέσα αὐτοί οἱ εἰδωλολάτρες; Ἄν ὑπῆρχε τρόπος νά γνωστοποιηθῆ σέ κάποιον ἡ σωτηρία μου, θά ἐφρόντιζαν νά πετάξουν τά χώματα καί νά μέ βγάλουν.
Ἄν κανείς δέν σκέπτεται ὅτι μπορεῖ νά εὑρεθοῦν καί ζωντανοί μερικοί, τότε ποιό τό ὄφελος νά ἐλπίζω; Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτό μᾶς ἔφεραν ἐδῶ γιά νά μᾶς θανατώσουν. Θά μείνω ἐλπίζοντας μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἰδεμή θά πεθάνω ἐδῶ ἀπό τό κρῦο, τήν δίψα, τήν πεῖνα καί τό πηκτό σκοτάδι». Ἔτσι, ἄρχισε νά προσεύχεται δυνατά.
Ὅταν ἐτελείωσε ὁ πόλεμος, ἕνας ἀπό τούς στρατευμένους  ἐπιστρέφοντας στό χωριό του μετά τήν συντριβή καί ἧττα τῶν Περσῶν, μία γυναῖκα τόν ἐρώτησε:
-Τόν ἄνδρα μου δέν τόν εἶδες πουθενά;
Αὐτός τῆς εἶπε: «Ὁ ἄνδρας σου πιάσθηκε ἀπό τούς Πέρσες μαζί μέ ἄλλους καί πιστεύω ὅτι ἔχει πεθάνει».
Ἡ πιστή ἐκείνη γυναῖκα ἐγνώριζε τό τυπικό γιά νά κάνη κηδεία κόλλυβα κ.λπ.. Ἀλλά τί σκέφθηκε; Θά τοῦ κάνω κόλλυβα, ἐάν μάθω ὅτι ἀπέθανε καί κατόπιν θά τοῦ κάνω τά μνημόσυνα καί τό 40ήμερο. Καί τί ἔκανε κατόπιν ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα;
Ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ἄνδρας της ἀπέθανε, ἄρχισε νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία πρόσφορο, ἕνα μπουκάλι κρασί (νᾶμα) καί μερικά κεράκια γιά νά κάνη τήν μνημόνευσι. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσις καί ὁ ἱερεύς ἔκανε τήν μνημόνευσι τῶν νεκρῶν.
Ἐκεῖνο τόν καιρό αὐτός ὁ καημένος στεκόταν στήν προσευχή μέσα στήν σπηλιά τῆς σήραγγας, περιμένοντας ὥρα τήν ὥρα νά πεθάνη. Ἔπαιρνε τήν τελευταία του ἀναπνοή μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό σκοτάδι, ὅταν ἔκανε καί τήν τελευταία του προσευχή: «Κύριε, ἐάν Ἐσύ ἐφρόντισες νά σωθῶ κάτω ἀπ᾿ αὐτές τίς δύο πέτρες, Ἐσύ καί πάλι, ἐάν θέλης, μπορεῖς νά μέ βγάλης ἀπό ἐδῶ μέσα. Ἄς γίνη ὅμως τό θέλημά Σου». Προσευχόταν ὁ καημένος μέ ὅλη του τήν  καρδιά μέσα σ᾿ αὐτό τό σκοτάδι, παρότι ἤξερε ὅτι σέ λίγο δέν θά ζῆ πιά.
Ἐνῶ ἀκόμη προσευχόταν, ξαφνικά εἶδε καί ἦλθε δίπλα του ἕνας νέος, πού εἶχε στό χέρι του ἕνα μπουκαλάκι κρασί, μερικά ἀναμμένα κεριά καί ἕνα πρόσφορο.
Εἶχε σχεδόν λιποθυμήσει. Δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του. Ἦταν πεθαμένος ἀπό τήν πεῖνα.
-Σήκω, ἀδελφέ, καί πάρε νά φᾶς πρόσφορο, νά πιῆς καί κρασί. Σοῦ ἔφερα καί ἀρκετά κεράκια ἀναμμένα.
Ὁ καημένος ἐξεπλάγη πού εἶδε αὐτόν τόν νεαρόν:
-Κύριε, Ἐσύ εἶσαι ὁ Σωτήρας μας Χριστός;
-Ὄχι. Ἐγώ εἶμαι ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ζωῆς σου κι αὐτά σοῦ τά ἔστειλε ἡ γυναῖκα σου σήμερα στήν ἐκκλησία καί ὁ Θεός μέ διέταξε, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, νά σοῦ τά φέρω. Ἐάν ἤσουν νεκρός, θά ἤσουν τώρα μέσα στό αἰώνιο φῶς. Ἀλλά, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, ὁ Θεός μ᾿ ἔστειλε νά σ᾿ἐνισχύσω μέ τήν τροφή αὐτή.
Αὐτός δέν τολμοῦσε νά ἀγγίξη αὐτά. Καί ὁ ἄγγελος τῆς ψυχῆς του, τοῦ εἶπε:
-Ἔε, σέ παρακαλῶ πάρε νά ἐνισχυθῆς γιά νά μή πεθάνης.
Αὐτός ἐπῆρε κουράγιο καί ἄρχισε νά τρώγη. Καί πάλι σκεπτόταν μέσα στό μυαλό του: «Ἡ γυναῖκα μου μοῦ κάνει τά μνημόσυνα, κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξι, δηλαδή τίς 40 ἡμέρες. Τώρα ξέρω ὅτι μετά ἀπό 40 ἡμέρες ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ σέ μένα. Ἀλλά, μετά ἀπό σήμερα τί θά γίνη μέ μένα;
Δέν εἶδε πάλι τόν ἄγγελο του. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε πάλι ὁ ἄγγελος καί τοῦ ἔφερε τήν ἴδια τροφή. Ἔτσι ἐπέρασαν ἄλλες 20 ἡμέρες

 Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

25  Σεπτεμβρίου 2013

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου